μυξέα

μυξέα
μυξέα, ,
A tree bearing μύξα (B), CPHerm.7ii 17, 28.15 (iii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυξέα — μυξέα, ἡ (Α) το δένδρο που παράγει τον καρπό μύξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα «καρπός που μοιάζει με δαμάσκηνο» + κατάλ. έα (πρβλ. μορέα)] …   Dictionary of Greek

  • μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”